αινιγματογράφος
Προφορά
Ετυμολογία
αινιγματογράφος αίνιγμα + γράφω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η αινιγματογράφος
✦ αυτός που συνθέτει αινίγματα, γρίφους
✦ (ειρων. για συγγραφείς) ο εκφραζόμενος με ασάφεια, συγκεχυμένος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–