αιφνιδιάζω


αιφνιδιάζω
Προφορά

Ετυμολογία
αιφνιδιάζω αιφνίδιος

Ερμηνεία
ρήμα αιφνιδιάζω

✦ ενεργώ αιφνιδιαστικά, χωρίς να το περιμένει κανείς, ξαφνιάζω: μια ομάδα πολεμιστών βγήκε να αιφνιδιάσει τους εχθρούς (Δ. Φωτιάδης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.