αισθητήριο


αισθητήριο
Προφορά

Ετυμολογία
αισθητήριο αρχαία ελληνική αἰσθητήριον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το αισθητήριο

✦ καθένα από τα όργανα των αισθήσεων
✦ η ικανότητα να αισθάνεται κανείς κάτι: γλωσσικό αισθητήριο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.