αιρεσιώτις


αιρεσιώτις
Προφορά

Ετυμολογία
αιρεσιώτις αρχαία ελληνική αἱρεσιώτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αιρεσιώτις

✦ θηλ. αιρεσιώτις, -ιδος μέλος αιρέσεως, ο αιρετικός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.