αισθάνομαι
Προφορά
Ετυμολογία
αισθάνομαι αρχαία ελληνική αἰσθάνομαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αισθάνομαι
✦ κατανοώ με τις αισθήσεις, αντιλαμβάνομαι με τα αισθητήρια όργανα, νιώθω
✦ συναισθάνομαι, νιώθω συγκίνηση από κάτι: απάνω από τα παιδικά κι απαυδημένα μάτια εκείνων που αισθανθήκανε πολύ και κουραστήκαν (Μ. Στασινόπουλος)
✦ διατηρώ τις αισθήσεις μου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–