αιδοίο


αιδοίο
Προφορά

Ετυμολογία
αιδοίο αρχαία ελληνική αἰδοῖον └ουδ┘ του επιθέτου αἰδοῖος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το αιδοίο

✦ το γεννητικό όργανο της γυναίκας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.