αιδεσιμότητα
Προφορά
Ετυμολογία
αιδεσιμότητα μεσαιωνική ελληνική αἰδεσιμότης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αιδεσιμότητα
✦ η λ. ως προσαγόρευση έγγαμων ιερέων: έτσι αποφάσισε η αιδεσιμότης του – η αιδεσιμότητά σας, θα αποφασίσει
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–