αινιγματικός


αινιγματικός
Προφορά

Ετυμολογία
αινιγματικός μεταγενέστερη ελληνική αἰνιγματικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ αινιγματικός -ή, -ό

✦ δυσνόητος, ανεξιχνίαστος σαν αίνιγμα: αινιγματική σιωπή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
αινιγματικά (Κ αινιγματικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.