αιμοβόρος


αιμοβόρος
Προφορά

Ετυμολογία
αιμοβόρος αρχαία ελληνική αἱμοβόρος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αιμοβόρος -α, -ο

✦ ο τρεφόμενος με αίμα
(μτφ. ) σκληρός, απάνθρωπος

Συνώνυμα
αιμοδιψής
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.