αιώνας


αιώνας
Προφορά

Ετυμολογία
αιώνας αρχαία ελληνική αἰών

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αιώνας

✦ εκατονταετία, περίοδος εκατό χρόνων
✦ μακρότατο χρονικό διάστημα
✦ ιστορική εποχή, ορισμένη χρονική περίοδος: ο αιώνας του Περικλή
✦ η αιωνιότητα: στον αιώνα το σόι μου θα φαντάζει (Λ. Μαβίλης)
✦ φρ. στον αιώνα τον άπαντα, συνήθ. για έντονη άρνηση, ποτέ: δεν πρόκειται να δεχτώ τους όρους αυτούς στον αιώνα τον άπαντα – φρ. εις τους αιώνας των αιώνων, για πάντα: θα συνεχίζουμε να διαφωνούμε εις τους αιώνας των αιώνων – φρ. (κάνω, καθυστερώ, αργώ) έναν αιώνα, εξαιρετικά μεγάλο χρονικό διάστημα: δανείστηκε το βιβλίο κι έκανε έναν αιώνα να το επιστρέψει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.