αιμοβορία
Προφορά
Ετυμολογία
αιμοβορία αιμοβόρος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αιμοβορία
✦ η ιδιότητα του αιμοβόρου, απανθρωπιά, σκληρότητα: μας δείχνουμε την αιμοβορία και την αρπαχτικότητα των προδρόμων της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (Κ. Βάρναλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–