αινιγματολύτρια


αινιγματολύτρια
Προφορά

Ετυμολογία
αινιγματολύτρια αίνιγμα + λύω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αινιγματολύτρια

✦ θηλ. αινιγματολύτρια ο ικανός να λύνει αινίγματα, αυτός που τα καταφέρνει στη λύση αινιγμάτων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.