αιγιακός


αιγιακός
Προφορά

Ετυμολογία
αιγιακός αρχαία ελληνική επίθετο αἰγαῖος

Ερμηνεία
αιγιακός

✦ -α, -ο κ. αιγιακός, -ή, -ό επίθ. ο των νήσων του Αιγαίου: απ’ αίμα τα αιγαία νερά βαμμένα (Α. Κάλβος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.