αισθητική
Προφορά
Ετυμολογία
αισθητική └θηλ┘ του αρχαίου ελληνικού επιθ. αἰσθητικός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αισθητική
✦ κλάδος της φιλοσοφίας που έχει ως αντικείμενο έρευνας την καλλιτεχνική έκφραση, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες
✦ η αντίληψη ως προς το ωραίο, η διδασκαλία για το ωραίο: αισθητική του χώρου
✦ επιστήμη που ασχολείται με την περιποίηση του προσώπου και του σώματος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–