αίμα
Προφορά
Ετυμολογία
αίμα αρχαία ελληνική αἷμα
Ερμηνεία
αίμα
✦ ζωτικό, κόκκινο υγρό που κυκλοφορεί στις φλέβες και στις αρτηρίες των ζωικών οργανισμών
✦ εύχρ. σε διάφορες συνεκδοχικές και μεταφορικές έννοιες: μου ‘κοψε το αίμα, με τρόμαξε – μου ρούφηξε το αίμα, με εκμεταλλεύτηκε – ανάψανε τα αίματα, δημιουργήθηκε ατμόσφαιρα εκρηκτική – πήρε το αίμα του πίσω, εκδικήθηκε – μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι, εξοργίστηκα – βράζει το αίμα του, βρίσκεται στην ακμή της νεότητάς του, είναι γεμάτος σφρίγος – έφτυσε αίμα, υπέστη τα πάνδεινα
✦ γενιά, συγγένεια: είμαστε από το ίδιο αίμα – το αίμα νερό δε γίνεται, για συγγενείς που αλληλοϋποστηρίζονται ή γρήγορα συμφιλιώνονται – συγγενείς εξ αίματος, από τους ίδιους προγόνους, σε αντίθ. προς τους συγγενείς εξ αγχιστείας
✦ τράπεζα αίματος, τόπος ή ίδρυμα όπου αίμα ή πλάσμα συγκεντρώνεται, αποθηκεύεται και διανέμεται· το απόθεμα αίματος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–