αθωνίτης


αθωνίτης
Προφορά

Ετυμολογία
αθωνίτης Άθως

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αθωνίτης

✦ θηλ. αθωνίτιδα (Κ αθωνίτις, -ιδος) ο προερχόμενος από τον Άθω
✦ που διαμένει στον Άθω: αθωνίτης μοναχός
✦ που βρίσκεται στον Άθω: αθωνίτις μονή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.