αιμάτινος
Προφορά
Ετυμολογία
αιμάτινος αρχαία ελληνική αἱμάτινος
Ερμηνεία
αιμάτινος
✦ -ινη, -ινο επίθ. (Κ -ίνη, – ινον) ο αποτελούμενος από αίμα
✦ που έχει τη σύσταση ή το χρώμα του αίματος: κι ανοίγει, ρόδο αιμάτινο, η χαρά μου (Κ. Καρυωτάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–