αθωράκιστος
Προφορά
Ετυμολογία
αθωράκιστος αρχαία ελληνική ἀθωράκιστος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αθωράκιστος -η, -ο
✦ για πλοίο ή άρμα μάχης, που δεν περιβάλλεται με προστατευτικό, σιδερένιο ή χαλύβδινο θώρακα
✦ (μτφ. ) ο χωρίς θωράκιση, χωρίς προστασία απέναντι σε ορισμένη απειλή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–