αιματοκρίτης
Προφορά
Ετυμολογία
αιματοκρίτης αίμα + κριτής• από το └αγγλ┘haematocrit
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αιματοκρίτης
✦ η εκατοστιαία αναλογία του όγκου των ερυθρών αιμοσφαιρίων στον ολικό όγκο του αίματος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–