αιφνίδιος


αιφνίδιος
Προφορά

Ετυμολογία
αιφνίδιος αρχαία ελληνική αἰφνίδιος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αιφνίδιος -ια, -ιο

✦ ξαφνικός, απρόοπτος

Συνώνυμα
αναπάντεχος, αδόκητος
Αντίθετα

Επιρρήματα
αιφνίδια (Κ αιφνιδίως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.