αισιόδοξος
Προφορά
Ετυμολογία
αισιόδοξος αίσιος + δόξα
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αισιόδοξος -η, -ο
✦ ο πεπεισμένος για την ευνοϊκή έκβαση, εκείνος που ελπίζει πάντα στο καλύτερο
Συνώνυμα
οπτιμιστής
Αντίθετα
απαισιόδοξος, πεσιμιστής
Επιρρήματα
αισιόδοξα (Κ αισιοδόξως)