αιματοστάλαχτος
Προφορά
Ετυμολογία
αιματοστάλαχτος μεσαιωνική ελληνική αἱματοστάλακτος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αιματοστάλαχτος -η, -ο
✦ αυτός που στάζει αίμα: ολοπόρφυρο τριαντάφυλλο… σαν αιματοστάλαχτη καρδιά (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–