αισθησιακός


αισθησιακός
Προφορά

Ετυμολογία
αισθησιακός αίσθησις

Ερμηνεία
επίθετο┘ αισθησιακός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στις αισθήσεις ή προερχόμενος από τις αισθήσεις: ήταν αργά για μια τέτοια αισθησιακή εμπειρία (Γ. Σεφέρης)
✦ ο σχετικός με τις σαρκικές απολαύσεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.