αίσθημα
Προφορά
Ετυμολογία
αίσθημα αρχαία ελληνική αἴσθημα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το αίσθημα
✦ το αντιληπτό με τις αισθήσεις
✦ συναίσθημα: αισθήματα δικών μου, αισθήματα των πεθαμένων τόσο λίγο εκτιμηθέντα (Κ. Καβάφης)
✦ έρωτας, αγάπη: βασανίζεται από το αίσθημά του για τη μικρή
✦ φρ. άνθρωπος με αισθήματα, καλόψυχος, ευαίσθητος
✦ το περί δικαίου αίσθημα, το θεωρούμενο σωστό και δίκαιο, για συγκεκριμένη περίπτωση, σε ορισμένο τόπο και χρόνο: η ενέργεια της αστυνομίας μπορεί να ήταν νομότυπη αλλά παραβίασε το περί δικαίου αίσθημα
✦ γλωσσικό αίσθημα, η ορθή και με ευαισθησία χρήση των λέξεων και εφαρμογή των γραμματικών και συντακτικών κανόνων στον προφορικό και γραπτό λόγο: ο Σολωμός… με πολύ βαθύτερο γλωσσικό αίσθημα (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–