αιμάσσω Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply αιμάσσωΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/1/αιμάσσω.mp3Ετυμολογίααιμάσσω αρχαία ελληνική αἱμάσσω Ερμηνεία└ρήμα┘ αιμάσσω ✦ είμαι ματωμένος, στάζω αίμα: η αιμάσσουσα πληγή της Κύπρου (Ελευθεροτυπία) ✦ (μτφ. ) είμαι ψυχικά πληγωμένος Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–