αίθριος
Προφορά
Ετυμολογία
αίθριος αρχαία ελληνική αἴθριος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αίθριος -ια, -ιο
✦ ανέφελος, ξάστερος: ήπια το φως στα αίθρια δάση (Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος) – καιρός – ουρανός αίθριος
✦ (μτφ. ) γαλήνιος, διαυγής
Συνώνυμα
εύδιος
Αντίθετα
νεφελώδης, συννεφιασμένος, σκοτεινός
Επιρρήματα
–