αιμοκάθαρση
Προφορά
Ετυμολογία
αιμοκάθαρση αίμα + κάθαρσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αιμοκάθαρση
✦ μέθοδος εξωσωματικού, με τη χρησιμοποίηση τεχνητού νεφρού, καθαρισμού του αίματος, από τα μη χρήσιμα στοιχεία του μεταβολισμού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–