αιμορροΐδα


αιμορροΐδα
Προφορά

Ετυμολογία
αιμορροΐδα αρχαία ελληνική αἱμορροΐς

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αιμορροΐδα

✦ εύχρ. στον πληθ. αιμορροΐδες, κιρσώδεις όγκοι στις κάτω φλέβες του απευθυσμένου, ζοχάδες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.