αιχμή


αιχμή
Προφορά

Ετυμολογία
αιχμή αρχαία ελληνική αἰχμή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αιχμή

✦ το οξύ άκρο, η μυτερή απόληξη οργάνου ή όπλου: οι αιχμές των δοράτων
✦ η πιο κρίσιμη περίοδος σε μια κατάσταση, κορύφωση: ώρες κυκλοφοριακής αιχμής
(μτφ. ) νύξη, υπαινιγμός: αιχμές για ανάμιξη του υπουργού σε σκάνδαλα – φρ. αφήνω αιχμές, υπαινίσσομαι: άφησε αιχμές για διαφωνίες στους κόλπους της κυβέρνησης
✦ φρ. αιχμή του δόρατος, αρχαία ελληνική σημ. το άκρο, η λόγχη του δόρατος· (μτφ. ) πρόσωπο ή μέσο στο οποίο επικεντρώνεται προσπάθεια, πρόγραμμα κτλ. για την επίτευξη σκοπού: οι ιδιωτικοποιήσεις απετέλεσαν την αιχμή του δόρατος για την ανάκαμψη της οικονομίας

Συνώνυμα
ακμή, ακωκή, μύτη
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.