αιπόλος


αιπόλος
Προφορά

Ετυμολογία
αιπόλος αρχαία ελληνική αἰπόλος, απλολ., αἰγοπόλος > αἴξ + πέλω (= υπάρχω)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αιπόλος

✦ γιδοβοσκός

Συνώνυμα
αιγοβοσκός, γιδάρης
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.