αίρεση
Προφορά
Ετυμολογία
αίρεση αρχαία ελληνική αἵρεσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αίρεση
✦ δικαίωμα προτιμήσεως
✦ δοξασία που απομακρύνεται από καθιερωμένο, επίσημο δόγμα
✦ φιλοσοφικό σύστημα που τροποποιεί κάποιο άλλο προηγούμενο από το οποίο ξεκίνησε
✦ (νομ.) πρόσθετος όρος σε δικαιοπραξία από την εκπλήρωση του οποίου εξαρτάται η πραγματοποίησή της: κατέστησε γενική κληρονόμο τη σύζυγό του υπό την αίρεσιν ότι θα παραμείνει χήρα
✦ (κατ’ επέκτ.) προϋπόθεση: δέχτηκε να πάει στη Θεσσαλονίκη υπό την αίρεσιν ότι η επιχείρηση θα κάλυπτε τα έξοδα του ταξιδιού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–