αιγίδα


αιγίδα
Προφορά

Ετυμολογία
αιγίδα αρχαία ελληνική αἰγίς

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αιγίδα

✦ ασπίδα από αιγόδερμα
✦ φρ. υπό την αιγίδα, με την προστασία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.