αιθέρας


αιθέρας
Προφορά

Ετυμολογία
αιθέρας αρχαία ελληνική αἰθήρ, -έρος

Ερμηνεία
αιθέρας

✦ (Κ αιθήρ, -έρος) τα ανώτατα στρώματα της ατμόσφαιρας
✦ ο ουρανός: και η ψυχούλα του… γλήγορα ανέβαινε προς τον αιθέρα (Διον. Σολωμός)
✦ υγρό πτητικό που προκαλεί αναισθησία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.