αιολικός


αιολικός
Προφορά

Ετυμολογία
αιολικός μεταγενέστερη ελληνική αἰολικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ αιολικός -ή, -ό

✦ ο των Αιολέων ή της Αιολίδας: αιολική διάλεκτος
✦ ο του ανέμου: αιολική ενέργεια, η δύναμη των ανέμων ως πηγή ενέργειας χρήσιμης για τον άνθρωπο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.