αιδοιολειξία


αιδοιολειξία
Προφορά

Ετυμολογία
αιδοιολειξία αιδοιολείκτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αιδοιολειξία

✦ η επαφή της γλώσσας και των χειλέων με το αιδοίο για πρόκληση γενετήσιας διέγερσης, ηδονής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.