αισχυντηλός


αισχυντηλός
Προφορά

Ετυμολογία
αισχυντηλός αρχαία ελληνική αἰσχυντηλός

Ερμηνεία
επίθετο┘ αισχυντηλός -ή, -ό

✦ ντροπαλός, συνεσταλμένος

Συνώνυμα

Αντίθετα
αναιδής, αναίσχυντος, ξετσίπωτος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.