αιγιαλίτης
Προφορά
Ετυμολογία
αιγιαλίτης μεταγενέστερη ελληνική αἰγιαλίτης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αιγιαλίτης
✦ θηλ. αιγιαλίτιδα (Κ αιγιαλίτις, -ιδος) παραθαλάσσιος, παραλιακός
✦ αιγιαλίτις ζώνη, η ζώνη που αποτελεί το θαλάσσιο σύνορο μιας χώρας
Συνώνυμα
χωρικά ύδατα
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–