αιμοσφαίριο
Προφορά
Ετυμολογία
αιμοσφαίριο αίμα + σφαίρα• απόδοση του └αγγλ┘όρου blood cell
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το αιμοσφαίριο
✦ εύχρ. στον πληθ. αιμοσφαίρια, έμμορφα μονοκύτταρα στοιχεία του αίματος των ανθρώπων και των σπονδυλωτών ζώων: ερυθρά αιμοσφαίρια – λευκά αιμοσφαίρια
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–