αίθουσα
Προφορά
Ετυμολογία
αίθουσα αρχαία ελληνική μτχ. του αἴθω (= καίω, λάμπω), με παράλειψη του └ουσ┘ στοά
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αίθουσα
✦ ευρύχωρο δωμάτιο σπιτιού, σάλα
✦ μεγάλος, κλειστός χώρος που προσφέρεται για συγκεντρώσεις πολλών ατόμων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–