αιμορροϊδικός


αιμορροϊδικός
Προφορά

Ετυμολογία
αιμορροϊδικός αιμορροΐδα

Ερμηνεία
επίθετο┘ αιμορροϊδικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στις αιμορροΐδες
✦ αυτός που πάσχει από αιμορροΐδες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.