Κ

καταστερίζω καταφρονετικός
καταστέριση καταφρονετός
καταστερισμός καταφρόνηση
κατάστερος καταφρονητής
κατάστηθα καταφρονητικός
κατάστημα καταφρονήτρα
καταστηματάρχης καταφρόνια
καταστηματάρχισσα καταφρονώ
καταστίζω καταφτάνω
κατάστικτος καταφυγή
κατάστιξη καταφύγιο
κατάστιχο κατάφυση
καταστολή κατάφυτος
καταστρατήγηση κατάφωνο
καταστρατηγώ κατάφωρος
καταστρεπτικός καταφώτιστος
καταστρέφω κατάφωτος
καταστροφέας καταχαίρομαι
καταστροφή κατάχαμα
καταστροφικός καταχανάς
καταστροφισμός καταχαρούμενος
κατάστρωμα καταχέζω
καταστρώνω καταχείμωνο
κατάστρωση καταχειροκροτώ
κατασυγκινώ καταχεριά
κατασυκοφάντηση καταχερίζω
κατασυκοφαντώ καταχέρισμα
κατασυντρίβω καταχθόνιος
κατασφάζω καταχθονιότητα
κατασφαλίζομαι καταχιόνιστος
κατασχάζω καταχλεύαστος
κατάσχεση κατάχλομος
κατασχετήριο καταχνιά
κατασχετήριος καταχνιάζει
κατασχέτης καταχορταίνω
κατασχετός καταχραστής
κατάσχω καταχράστρια
κατασώτευση κατάχρεος
κατασωτεύω καταχρεώνω
κατατακτήριος κατάχρηση
κατατακτικός καταχρηστικός
καταταλαιπωρώ κατάχρυσος
κατάταξη καταχρώμαι
καταταράζω κατάχτηση
κατατάσσω καταχτητής
κατατείνω καταχτητικός
κατατεμαχίζω καταχτώ
κατατεμαχισμός καταχωνιάζω
κατατέμνω καταχώνιασμα
κατατίθεμαι καταχώνω
κατάτμηση καταχώρηση
κατάτμητος καταχωρίζω
κατατομή καταχώριση
κατατονία καταχωρώ
κατατονικός κατάχωση
κατατόπι καταψηφίζω
κατατοπίζω καταψήφιση
κατατόπιση καταψιά
κατατοπισμός καταψυγμένος
κατατοπιστικός καταψύκτης
κατατραυματίζω καταψυκτικός
κατατρεγμός κατάψυξη
κατατρέχω καταψύχω
κατατριβή κατεβάζω
κατατρίβομαι κατεβαίνω
κατατρομάζω κατεβασιά
κατατροπώνω κατέβασμα
κατατρόπωση κατεβατό
κατατρυπώ κατεβατός
κατατρύχω κατεδαφίζω
κατατρώγω κατεδάφιση
κατατρώω κατεδαφιστικός
κατατσακίζω κατειλημμένος
κατατυραννώ κατειρωνεύομαι
καταυγάζω κατέναντι
καταυγασμός κατενθουσιάζομαι
καταυλίζομαι κατενώπιον
καταυλισμός κατεξουσιάζω
καταϋποχρεώνω κατεξουσίαση
καταφάγωμα κατεξοχήν
καταφαίνομαι κατεπάνω
καταφανής κατεπείγει
κατάφαση κατεπείγων
καταφάσκω κατεργάζομαι
καταφατικός κατεργαράκος
κατάφατσα κατεργάρης
καταφέρνω κατεργαριά
καταφέρομαι κατεργάρικος
καταφερτζής κατεργαρούλα
καταφερτζού κατεργασία
καταφέρω κατεργάσιμος
καταφεύγω κάτεργο
καταφθάνω κατερειπώνω
καταφορά κατερείπωση
κατάφορτος κατέρχομαι
καταφορτώνω κατεσπευσμένος
κατάφρακτος κατεστημένο
κατάφραχτος κατεστημένος
καταφρόνεση κατευθείαν
καταφρονετής κατεύθυνση