καταχέρισμα
Προφορά
Ετυμολογία
καταχέρισμα καταχέρισμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το καταχέρισμα
✦ χτύπημα με το χέρι, χαστούκι, ράπισμα: τα παιδιά δερνόντανε… έτρεξε να τα χωρίσει κι αμέσως ακούστηκε ένα καλό καταχέρισμα που το συνόδευαν κλάματα τσιριχτά (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–