κατεβάζω
Προφορά
Ετυμολογία
κατεβάζω κατέβασα
Ερμηνεία
└ρήμα┘ κατεβάζω
✦ ρίχνω προς τα κάτω, χαμηλώνω
✦ βοηθώ ή αναγκάζω κάποιον να μετακινηθεί σε χαμηλότερη θέση
✦ εκχύνω
✦ (εμπορ.) υποτιμώ
✦ (μτφ. ) τρώγω ή πίνω πάρα πολύ, καταβροχθίζω: κατεβάζει ό,τι βρει μπροστά του – κατεβάζει σαράντα μπίρες απανωτές (Γ. Θεοτοκάς)
✦ (μτφ. ) μειώνω, υποβιβάζω κάποιον ή κάτι: κατέβασες πρώτα τον εαυτό σου με τη συμπεριφορά σου κι ύστερα τους φίλους σου – κατέβασαν το επίπεδο της Βουλής σε επίπεδο καφενείου
✦ (γραμμ.) φρ. κατεβάζω τον τόνο, μεταφέρω τον τόνο από την προπαραλήγουσα στην παραλήγουσα ή τη λήγουσα
✦ (για γαλακτοφόρα ζώα) έχω άφθονο γάλα
✦ φρ. ο νους του (το κεφάλι του) κατεβάζει, είναι γόνιμος σε ιδέες – κατεβάζει το βουνό, φυσά δυνατός άνεμος απ’ εκεί – κατεβάζει τα μούτρα, γίνεται σκυθρωπός, μουτρώνει – κατέβασε τ’ αφτιά του, ταπεινώθηκε – κατεβάζω κάποιον στις εκλογές, προτείνω ως υποψήφιο προς εκλογήν – κατεβάζω κάποιον από αξίωμα, καθαιρώ κάποιον
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ανεβάζω
Επιρρήματα
–