κατεβατό


κατεβατό
Προφορά

Ετυμολογία
κατεβατό μεσαιωνική ελληνική καταβατόν (= σελίδα)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κατεβατό

✦ κομμάτι κειμένου ικανής έκτασης: της έγραφε με κάθε ευκαιρία κατεβατά (Διδώ Σωτηρίου)
✦ μακροσκελής περίοδος γραπτού λόγου: πουθενά διακοπή, παράγραφος ή στίξη. Κάποτε μόνο μια κάθετη γραμμή δείχνει ένα σταμάτημα. Το κατεβατό μοιάζει σαν κάτι παλιούς τοίχους… (Γ. Σεφέρης).

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.