κατάφρακτος


κατάφρακτος
Προφορά

Ετυμολογία
κατάφρακτος αρχαία ελληνική κατάφρακτος

Ερμηνεία
κατάφρακτος

✦ κ. κατάφραχτος, -η, -ο επίθ. (Κ -κτος, -ον) που περιβάλλεται με φράκτη, που είναι φραγμένος από παντού
✦ (για ιππείς κ. ίππους κατά το μεσ.) που φέρει βαρύτατη αμυντική πανοπλία: κατάφρακτοι ιππότες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.