καταστηματάρχης Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply καταστηματάρχηςΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/3/καταστηματάρχης.mp3Ετυμολογίακαταστηματάρχης κατάστημα + άρχω Ερμηνείαουσιαστικό└αρσενικό┘ ο καταστηματάρχης ✦ θηλ. καταστηματάρχισσα ιδιοκτήτης ή διευθυντής καταστήματος, μαγαζάτορας Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–