κατατρώγω


κατατρώγω
Προφορά

Ετυμολογία
κατατρώγω αρχαία ελληνική κατα-τρώγω

Ερμηνεία
κατατρώγω

✦ κ. κατατρώω ρ. (κατέφαγα κ. κατάφ-αγα, -αγωμένος) τρώγω, φθείρω μέχρι αφανισμού: καταφαγωμένο απ’ το σαράκι
(μτφ. ) κατασπαταλώ: ό,τι είχε και δεν είχε το κατάφαγε στα χαρτιά
(μτφ. ) βασανίζω, κατατρύχω: τον κατατρώει η λύπη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.