καταφεύγω
Προφορά
Ετυμολογία
καταφεύγω αρχαία ελληνική κατα-φεύγω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ καταφεύγω
✦ πηγαίνω κάπου για ασφάλεια ή για αναζήτηση προστασίας
✦ προσφεύγω, ζητώ από κάποιον βοήθεια
✦ χρησιμοποιώ κάτι από ανάγκη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–