κατάχρυσος
Προφορά
Ετυμολογία
κατάχρυσος μεταγενέστερη ελληνική κατάχρυσος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ κατάχρυσος -η, -ο
✦ ολόκληρος από χρυσάφι, ολόχρυσος
✦ (κ. μτφ.): πάνω τους στάθηκε μια κατάχρυση απ’ τον ήλιο νεφέλη (Άγγ. Βλάχος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–