κατασχετήριος


κατασχετήριος
Προφορά

Ετυμολογία
κατασχετήριος αόρ. κατασχείν του ρήματος κατέχω

Ερμηνεία
επίθετο┘ κατασχετήριος -α, -ο

✦ ο σχετικός με την κατάσχεση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.